Σύνθετες λέξεις από φωτο, σχετικές με την φωτογραφία
Στην ελληνική γλώσσα έχουμε αρκετές σύνθετες λέξεις που σχηματίζονται με πρώτο συνθετικό την λέξη φωτο ή φωτό. Με το πρόθεμα αυτό, δηλαδή το φωτό-φωτο, οι περισσότερες λέξεις αφορούν το φως, το φως του ήλιου ή το φως της ημέρας γενικά. Όμως υπάρχουν και αρκετές που αφορούν την φωτογραφία ή την φωτογράφιση. Ως πηγή για να σας παραθέσω αυτές τις λέξεις χρησιμοποίησα το online λεξικό της Πύλης για την Ελληνική γλώσσα. Ενώ σας έχω βάλει και μερικές χαρακτηριστικές σελίδες από το λεξικό της Ελληνικής γλώσσας του Μπαμπινιώτη. Πάμε να τις δούμε.
φωτοαντιγραφικός -ή -ό [fotoandiγrafikós] Ε1 : που αναφέρεται στη φωτοτυπία2, φωτοτυπικός: Φωτοαντιγραφικό χαρτί / μηχάνημα.
φωτοαντίγραφο το [fotoandíγrafo] Ο42 : αντίγραφο κειμένου, σχεδίου, εικόνας κτλ. που παράγεται με ειδική φωτογραφική μέθοδο· φωτοτυπία, φωτοκόπια: Kάνω φωτοαντίγραφα, φωτοτυπώ. Επικυρωμένα φωτοαντίγραφα πιστοποιητικών
φωτογένεια η [fotojénia] Ο27 : η ιδιότητα ορισμένων ανθρώπων να φαίνονται έντονα, ζωηρά τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους κατά τη φωτογράφιση, την κινηματογράφηση ή την τηλεοπτική τους εμφάνιση: Tο πρόσωπό της (δεν) έχει ~.
[λόγ. < γαλλ. photogénie < photo- = φωτο- 2 + -génie < -gène (δες φωτογενής)]
φωτογενής -ής -ές [fotojenís] Ε10 : (για πρόσ.) που έχει φωτογένεια.
[λόγ. < γαλλ. photogénique & αγγλ. photogenic < photo- = φωτο- 2 + -gèn(e) -ique, -gen -ic `που παράγει΄ < αρχ. -γενής `που γεννιέται από΄]
φωτόγραμμα το [fotóγrama] Ο49 : 1. η φωτογραφία που παίρνεται με τις μεθόδους και εξυπηρετεί τους σκοπούς της φωτογραμμετρίας. 2. το φωτογραφικό ίχνος ενός αντικειμένου που τοποθετείται απευθείας επάνω σε υλικό ευαίσθητο στο φως, χωρίς τη μεσολάβηση οπτικών φακών.
[λόγ. < αγγλ. photogram < photo- = φωτο- 2 + -gram < αρχ. γράμμα]
φωτογραμμετρία η [fotoγrametría] & φωτογραμμομετρία η [fotoγramo metría] Ο25 : α. επιστημονικός κλάδος που πραγματεύεται τις μεθόδους με τις οποίες είναι δυνατό να υπολογίζονται οι διαστάσεις αντικειμένων ή χώρων επάνω σε αεροφωτογραφίες. β. η τεχνική, η μέθοδος χρήσης αεροφωτογραφιών σε τοπογραφικές μετρήσεις.
[λόγ. < αγγλ. photo grammetry < photogram = φωτόγραμ(μα) + -metry = -μετρία· κατά την αντιστοιχία gramm(o)- = γραμμο-]
φωτογραφείο το [fotoγrafío] Ο39 : το εργαστήριο ή και το κατάστημα φωτογράφου.
[λόγ. φωτογράφ(ος) -είον]
φωτογραφία η [fotoγrafía] Ο25 : 1. μέθοδος, τεχνική με την οποία αποτυπώνεται μόνιμα μια εικόνα (αντικειμένου, προσώπου, χώρου κτλ.) επάνω σε μια φωτοευπαθή επιφάνεια (χαρτί, φιλμ, πλάκα κτλ.): Mαθήμα τα / σπουδές φωτογραφίας. H εξέλιξη της φωτογραφίας τα τελευταία χρόνια ήταν αλματώδης. || H ταινία πήρε το πρώτο βραβείο φωτογραφίας. 2. η εικόνα που παράγεται με την παραπάνω μέθοδο: Έγχρωμη / ασπρόμαυρη / ξεθωριασμένη ~. Kαλλιτεχνική ~. Έκθεση φωτογραφίας. Λήψη / εμφάνιση / εκτύπωση μιας φωτογραφίας. Παίρνω / βγάζω φωτογραφίες. Ξεφύλλιζε ένα άλμπουμ με παλιές φωτογραφίες. Οι εφημερίδες δημοσιεύουν τη ~ του δράστη / του θύματος. Ο δορυφόρος έστειλε καθαρές φωτογραφίες του πλανήτη Δία. || Για να τον προσλάβουν πρόσθεσαν στο νόμο μια διάταξη ~, μια διάταξη με τέτοιες προδιαγραφές ή προσόντα, που περιγράφουν (παράτυπα) ένα κυρίως πρόσωπο.
[λόγ. < γαλλ. photographie < photo- = φωτο- 2 + -graphie = -γραφία]
φωτογραφίζω [fotoγrafízo] -ομαι Ρ2.1 & φωτογραφώ [fotoγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. παίρνω, βγάζω φωτογραφίες, εικόνες αντικειμένων με φωτογραφική μηχανή, απεικονίζω σε φωτογραφία: Tου αρέσει να φωτογραφίζει τα ηλιοβασιλέματα. Επιδιώκει να φωτογραφίζεται δίπλα σε διασημότητες. 2. (μτφ.) περιγράφω, προσδιορίζω κπ. ή κτ. με έμμεσο αλλά σαφή τρόπο: Tο επικριτικό σχόλιο της εφημερίδας φωτογραφίζει συγκεκριμένο υπουργό.
[λόγ. φωτογραφ(ία) -ίζω μτφρδ. γαλλ. photographier < photographie = φωτογραφία· λόγ. φωτογραφ(ίζω) μεταπλ. -ώ με βάση το συνοπτ. θ. φωτογραφισ-]
φωτογραφικός -ή -ό [fotoγrafikós] Ε1 : που αναφέρεται στη φωτογραφία, που είναι κατάλληλος για φωτογραφία: Φωτογραφική μηχανή. Φωτογραφικό χαρτί. Φωτογραφική αναπαράσταση / απεικόνιση ενός αντικειμένου. Φωτογραφικό αρχείο μιας εφημερίδας. || Φωτογραφική διάτα ξη (σ΄ ένα νόμο), που προσδιορίζει σε τέτοιο βαθμό τα προσόντα που απαιτούνται (συνήθ. για την κατάληψη μιας θέσης), ώστε να ταιριάζουν σε ένα κυρίως άτομο: Kατέλαβε τη θέση με ~ διάταξη που προστέθηκε στο νόμο εκ των υστέρων. || (ως ουσ.) η φωτογραφική, η τέχνη της φωτο γραφίας. φωτογραφικά ΕΠIΡΡ.
[λόγ. < γαλλ. photographique < photo graph(ie) = φωτογραφ(ία) -ique = -ικός]
φωτογράφιση η [fotoγráfisi] & φωτογράφηση η [fotoγráfisi] Ο33 : η ενέργεια του φωτογραφίζω, η λήψη φωτογραφίας: Aπαγορεύεται η ~ στρατιωτικών εγκαταστάσεων. H ~ της γης από δορυφόρο.
[λόγ. φωτογραφι- (φωτογραφίζω) -σις > -ση· λόγ. φωτογραφη- (φωτογραφώ) -σις > -ση]
φωτογράφος ο [fotoγráfos] Ο18 θηλ. φωτογράφος [fotoγráfos] Ο35 : αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη φωτογραφία (λήψη, εμφάνιση, εκτύπωση κτλ.): Επαγγελματίας / ερασιτέχνης ~.
[λόγ. < γαλλ. photo graphe < photograph(ie) = φωτογραφ(ία) -ος (αναδρ. σχημ.)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
φωτοειδησεογράφος ο [fotoiδiseoγráfos] Ο18 θηλ. φωτοειδησεογράφος [fotoiδiseoγráfos] Ο35 : ο φωτορεπόρτερ.
[λόγ. φωτο- 2 + ειδησεογράφος μτφρδ. γερμ. Ρhotoreporter· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
φωτοευαίσθητος -η -ο [fotoevésθitos] Ε5 : φωτοευπαθής.
[λόγ. φωτο- 1 + ευαίσθητος μτφρδ. αγγλ. photosensitive (photo- = φωτο- 1)]
φωτοευπαθής -ής -ές [fotoefpaθís] Ε10 : που είναι ευαίσθητος στο φως, που υφίσταται αλλοιώσεις από αυτό· φωτοευαίσθητος: ~ πλάκα / επιφάνεια. Φωτοευπαθές χαρτί / υλικό.
[λόγ. φωτο- 1 + ευπαθής μτφρδ. αγγλ. photosensitive (photo- = φωτο- 1)]
φωτοηλιογράφος ο [fotoilioγráfos] Ο18 : (αστρον.) ειδικό ακίνητο τηλεσκόπιο για τη φωτογράφιση του ηλιακού δίσκου και για τη μελέτη κυρίως της χρωμόσφαιρας, των προεξοχών και του φάσματός του.
[λόγ. < αγγλ. photoheliograph < photo- = φωτο- 1 + heliograph = ηλιογράφος]
φωτοκόπια η [fotokópxa] Ο25 : (προφ.) φωτοαντίγραφο. [αγγλ. photocopy κατά το κόπια (photo- = φωτο- 2)]
φωτομέτρηση η [fotométrisi] Ο33 : η μέτρηση της έντασης ή της ποσότητας του φωτός.
[λόγ. φωτο- 1 + μέτρη(σις) -ση]
φωτομετρία η [fotometría] Ο25 : κλάδος της φυσικής που ασχολείται με τη μέτρηση μεγεθών σχετικών με το φως (φωτεινή ροή, ισχύς των πηγών κτλ.).
φωτομετρικός -ή -ό [fotometrikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη φωτομετρία.
[λόγ. < γαλλ. photométrique < photométr(ie) = φωτομετρ(ία) -ique = -ικός]
φωτόμετρο το [fotómetro] Ο42 : όργανο που χρησιμοποιείται για να μετριέται η ένταση μιας φωτεινής πηγής. || (φωτογρ.) όργανο που καθορίζει το χρόνο έκθεσης του φιλμ στο φως κατά τη λήψη μιας φωτογραφίας.
[λόγ. < γαλλ. photomètre < photo- = φωτο- 1 + -mètre = -μετρο]
φωτομηχανικός -ή -ό [fotomixanikós] Ε1 : που χρησιμοποιεί τη φωτογραφική μέθοδο για την κατασκευή τύπων, από τους οποίους παράγονται πολλαπλά αντίτυπα: Φωτομηχανική εκτύπωση / μέθοδος / αναπαραγωγή.
[λόγ. < γαλλ. photomécanique < photo- = φωτο- 2 + mécanique = μηχανικός]
φωτομοντάζ το [fotomontáz] Ο (άκλ.) : η σύνθεση δύο ή περισσότερων εικόνων (ή φωτογραφιών) ή τμημάτων τους σε μια εικόνα (ή φωτογραφία): H φωτογραφία που δημοσιεύτηκε δεν είναι πραγματική αλλά αποτέλεσμα ~.
[λόγ. < γαλλ. & αγγλ. photomontage (photo- = φωτο- 2)]
φωτομοντέλο το [fotomodélo] Ο39 : πρόσωπο που εργάζεται ως μοντέλο3 στο χώρο της μόδας, της διαφήμισης κτλ.: Yπήρξε ένα από τα πιο ακριβο πληρωμένα φωτομοντέλα διεθνώς.
[λόγ. < γερμ.(;) Ρhotomodell (Ρhoto- = φωτο- 2)]
φωτορεπορτάζ το [fotoreportáz] Ο (άκλ.) : η φωτογράφιση συνήθ. επίκαιρων γεγονότων για εφημερίδα ή άλλο έντυπο.
[λόγ. < γερμ. Ρhoto reportage (Ρhoto- = φωτο- 2)]
φωτορεπόρτερ ο [fotorepórter] θηλ. φωτορεπόρτερ [fotorepórter] Ο (άκλ.) : επαγγελματίας φωτογράφος που φωτογραφίζει συνήθ. επίκαιρα γεγονότα κυρίως για εφημερίδα ή άλλο έντυπο.
[λόγ. < γερμ. Ρhoto reporter (Ρhoto- = φωτο- 2)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
φωτορομάντσο το [fotoromándzo] Ο39 : αισθηματικού κυρίως περιεχομένου διήγηση σε λαϊκά περιοδικά, που είναι εικονογραφημένη με πλούσιο φωτογραφικό υλικό: Tο ~ είναι ένα είδος παραλογοτεχνίας.
[λόγ. < γαλλ. photoroman ή ιταλ. fotoromanzo (photo-, foto- = φωτο- 2)]
φωτοσκίαση η [fotoskíasi] Ο33 : ο συνδυασμός ανοιχτών και σκούρων χρωμάτων σε ζωγραφικούς πίνακες ή σε φωτογραφίες. [λόγ. φωτο- 1 + σκία(σις) -ση]
φωτοστοιχειοθεσία η [fotostixioθesía] Ο25 : (τυπ.) η μηχανική στοιχειοθεσία κειμένου, που βασίζεται στη φωτογραφική ή μαγνητική αποτύπωση των τυπογραφικών στοιχείων επάνω σε ειδικό φωτοευπαθές χαρτί, σε φιλμ ή σε μαγνητική ταινία και η εκτύπωσή τους με ή χωρίς τη μεσολάβηση τυπογραφικής μηχανής: Σύστημα / τεχνική / μέθοδος / μηχάνημα φωτοστοιχειοθεσίας. H εφημερίδα / το βιβλίο εκδόθηκε με το σύστημα της φωτοστοιχειοθεσίας. [λόγ. φωτο- 2 + στοιχειοθεσία μτφρδ. αγγλ. photocomposition (photo- = φωτο- 2)]
φωτοστοιχειοθετώ [fotostixioθetó] -ούμαι Ρ10.9 : (τυπ.) στοιχειοθετώ ένα κείμενο με την τεχνική της φωτοστοιχειοθεσίας. [λόγ. φωτοστοιχειο(θεσία) -θετώ]
φωτοσύνθεση 2 η : (τυπ.) η φωτοστοιχειοθεσία.
[λόγ. φωτο- 2 + σύνθε(σις) -ση μτφρδ. γαλλ. photocomposition (photo- = φωτο- 2)]
φωτοταχυμέτρηση η [fototaximétrisi] Ο33 : η φωτοταχυμετρία. [λόγ. φωτοταχύ(μετρον) -μέτρηση]
φωτοταχυμετρία η [fototaximetría] Ο25 : μέθοδος αποτύπωσης τμημάτων του εδάφους για την κατασκευή χαρτών. [λόγ. φωτοταχύμετρ(ον) -ία]
φωτοταχύμετρο το [fototaxímetro] Ο42 : ειδικό όργανο για την αποτύπωση εδαφικών επιφανειών. [λόγ. φωτο- 2 + ταχύμετρον (< αγγλ;)]
φωτοτύπηση η [fototípisi] Ο33 : η ενέργεια του φωτοτυπώ.
[λόγ. φωτοτυπη- (φωτοτυπώ) -σις > -ση]
φωτοτυπία η [fototipía] Ο25 : 1. φωτομηχανική μέθοδος εκτύπωσης και πολλαπλασιασμού κειμένων, εικόνων,σχεδίων κτλ. 2. φωτοαντίγραφο: Bγάζω / κάνω φωτοτυπίες.
[λόγ. < γαλλ. phototypie < photo- = φωτο- 2 + typ(e) = τύπ(ος) -ie = -ία]
φωτοτυπικός -ή -ό [fototipikós] Ε1 : που αναφέρεται στη φωτοτυπία: Φωτοτυπικό μηχάνημα / χαρτί. || (ως ουσ.) το φωτοτυπικό, το φωτοτυπικό μηχάνημα: Xάλασε το φωτοτυπικό. φωτοτυπικά ΕΠIΡΡ: Σχέδιο / κείμενο που έχει αναπαραχθεί ~.
[λόγ. φωτοτυπ(ία) -ικός]
φωτοτυπώ [fototipó] -ούμαι Ρ10.9 : παράγω φωτοαντίγραφα από ένα πρωτότυπο: ~ ένα βιβλίο / μια σελίδα / ένα σχέδιο.
[λόγ. φωτοτυπ(ία) -ώ (αναδρ. σχημ.)]
φωτοφίνις το [fotofínis] Ο (άκλ.) : φωτογραφική μέθοδος με την οποία διαπιστώνεται η ακριβής σειρά τερματισμού των αθλητών σε αγωνίσματα δρόμου: Ο νικητής των εκατό μέτρων αναδείχτηκε με ~.
[λόγ. < αγγλ. photo finish (photo- = φωτο- 1)]
φωτοχημεία η [fotoximía] Ο25 : κλάδος της χημείας που ασχολείται με τις χημικές αντιδράσεις που παράγονται από την επίδραση του φωτός και με τις μεταβολές που αυτές επιφέρουν στα σώματα, στην ατμόσφαιρα κτλ. [λόγ. < γαλλ. photochimie < photo- = φωτο- 1 + chimie = χημεία]
φωτοχημικός -ή -ό [fotoximikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη φωτοχημεία: Φωτοχημικό νέφος. Φωτοχημική ρύπανση της ατμόσφαιρας. [λόγ. < γαλλ. photochimique < photochim(ie) = φωτοχημ(εία) -ique = -ικός & μτφρδ. αγγλ. photochemical (photo- = φωτο- 1)]
Απο το ΤΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΟΥ Γ.ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ
Ο Δημήτρης Ασιθιανάκης είναι φωτογράφος, δάσκαλος φωτογραφίας και πρόεδρος του Fotoart. Μπορείτε να τον βρείτε στο Facebook Dimitrios Asithianakis. Για τα μαθήματα του fotoart μπορείτε να ρωτήσετε και στο τηλέφωνο 6944303397