Tag Archives: Νικόλαος Καλαμάρης

Ακρόπολη – Νικόλας Κάλας

Ποίηση και Φωτογραφία

Σήμερα στην στήλη ποίηση και τραγούδια για την φωτογραφία δημοσιεύω ένα σχεδόν άγνωστο ποίημα του Νικόλα Κάλα, που είναι φιλολογικό ψευδώνυμο του Νικόλαου Καλαμάρη. Το ιδιαίτερο σε αυτό το ποίημα είναι ότι ο Κάλας μοιάζει να μην έχει  καθόλου  σε εκτίμηση την φωτογραφία και τους φωτογράφους.

Στο πρώτο πλάνο ο Παρθενός ο δηλητηριασμένος με ψυχαρική μελάνη ο ψεύτικος, ο νεκρός ο σκοτωμένος με φακό σε πλούσιο χαρτί από τον Μπουασονά νεκροθάπτη της Ελλάδας – για φόντο χέρια σταυρωμένα μπλεγμένα σε θέση προσευχής εντατικής προσευχής τα χέρια φλύαρα χοντρά εξόχως χοντρά στα δάχτυλα για δαχτυλίδια σύρματα ηλεκτρικά που τρεμοσβούν τη λέξη Ρενάν – ο επίσημος της Ακρόπολης κανδηλανάφτης – πάνου στα μάρμαρα πόδια, κοιλιά, στήθια, χέρια μαλλιά ξέπλεκα της Νταλιλάς αλλά οι τρίχες κομμένες είναι χορεύτρα που βαρέθηκε τα παρκέτα και πηδά σε παλιά μάρμαρα προκλητικά πηδά ανάμεσα σε κολόνες τοποθετημένες φανταστικά από ποιητή μεγαλόπνοο πολύ τον Χερ Καρλ Μπέντεκερ – κι όλα αυτά κάποιας έκθεσης Ζαππείου ο προβολέας ρεκλάμα οίκου γαλλικού τα χτυπάει σαδικά με μπουνιές στ’ αυτιά μας έχει απόφαση ο αθεόφοβος να ριμάρει με το φεγγάρι ενώ σε νύχτες πανσελήνου ο φορατζής εισπράττει τα φιλιά που κρύβει ψεύτικης καρυάτιδας η φούστα κι αφήνει σ’ αυτές χοντρές κοιλιές σ’ αυτούς σωληνάρια εξακόσια εξ μόνο κύλινδροι φαίνονται εδώ πέρα κολόνες ίσιες πεσμένες μαρμάρινες και άλλες ρολ-φιλμ, αγκφά, κοντάκ νομισμάτων – τα ρέστα αλλαγμένων δολαρίων και στερλινών κυλινδρικά επίσης οι λέξεις ετούτες ζουμερά πέφτουν λέξεις εμπνευσμένες από τη φρίκη που μας προξενούν οι κανονιές του Μοροζίνη – τα κανόνια κι αυτά κυλινδρικά κάθε μέρα γκρεμίζουν τις ακρόπολες κάθε μέρα γκρεμίζουν τις ακροπόλεις που αναστηλώνουν άλλοι σε πλάκες αρνητικές φωνάζουν τα κλικ των κοντάκ λέξεις που απαγγέλλει με ρυθμό μηχανής άντλερ κυρία ηθοποιός εκπορνεύει τ’ αυτιά μας μ’ αδύναμο λάρυγγα οχετό της ψυχής της που χύνει τελικά σε χειροκροτήματα – μαύροι αφροί θάλασσας ενετικής.

Ο Νικόλας Κάλας ή Νικήτας Ράντος (πραγματικό όνομα: Νικόλαος Καλαμάρης, 27 Μαΐου 1907 – 31 Δεκεμβρίου 1988) ήταν Έλληνας ποιητής. Χρησιμοποιούσε επίσης τα ψευδώνυμα Μ. Σπιέρος και N.Calas στα θεωρητικά και κριτικά του κείμενα. Είναι ένας από τους πρώτους ποιητές που χρησιμοποίησαν ελεύθερο στίχο στην δεκαετία του ’30. Γεννήθηκε στη Λωζάνη της Ελβετίας το 1907 και ήταν γιος του Ιωάννη Καλαμάρη , εισοδηματία, και της Ρόζας Καρατζά. Από την πλευρά της μητέρας του καταγόταν από την παλιά φαναριώτικη οικογένεια Καρατζά ενώ ήταν απευθείας απόγονος του Γεώργιου Κουντουριώτη και του Μάρκου Μπότσαρη. Εγκαταστάθηκε μαζί με την οικογένειά του στην Αθήνα σε νεαρή ηλικία και σπούδασε στην Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Την περίοδο αυτή, δηλαδή μεταξύ 1924 με 1927 υπήρξε μέλος της Φοιτητικής Συντροφιάς. Το 1933 εξέδωσε ως Νικήτας Ράντος την πρώτη του συλλογή, Ποιήματα, και το 1934 αναχώρησε για το Παρίσι, όπου εντάχθηκε στην υπερρεαλιστική ομάδα. Στα προλεγόμενα ενός τρίτου μανιφέστου του υπερρεαλισμού, ο Αντρέ Μπρετόν τον κατέταξε στα «πιο φωτεινά και τα πιο τολμηρά» μυαλά της εποχής. Μέχρι το 1937 ζούσε ταξιδεύοντας ανάμεσα στην Αθήνα και το Παρίσι, όπου τελικά εγκαταστάθηκε μέχρι το 1939, όταν έφυγε για την Λισαβόνα, όπου έμεινε για έναν χρόνο, και μετά μετέβη στην Νέα Υόρκη. Στην δεκαετία του ’60 και του ’70 ταξίδεψε στην Ελλάδα και παρέμεινε για μικρό χρονικό διάστημα, αλλά τελικά επέστρεψε στις Η.Π.Α., όπου έμεινε μέχρι τον θάνατό του το 1988. Εκτός από το ποιητικό του έργο μετέφρασε Τ. Σ. Έλιοτ και Λουί Αραγκόν και συνεργάστηκε με ελληνικά και διεθνή περιοδικά όπου δημοσίευε θεωρητικά κείμενα και δοκίμια. Το 1977 τιμήθηκε με το Κρατικό βραβείο ποίησης για την συλλογή του Οδός Νικήτα Ράντου, που είχε δημοσιεύσει με το ψευδώνυμο Νικόλας Κάλας. Υπήρξε ο πρώτος της γενιάς του που αναγνώρισετη σημασία της ποίησης του Καβάφη . Γενικότερα ο Κάλας διαφοροποιήθηκε από την γενιά του ’30, άσχετα με το αν συγκαταλέγεται σε αυτή, αμφισβητώνταςτην ελληνικότητα που εισήγαγε η γενιά αυτή.